Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μάγουλο

  • 1 μάγουλο

    [магуло] ουσ. о. щека,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάγουλο

  • 2 щека

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щека

  • 3 щека

    щека ж το μάγουλο
    * * *
    ж
    το μάγουλο

    Русско-греческий словарь > щека

  • 4 щека

    -й, αιτ. щеку, πλθ. щки, щк, щекам θ.
    1. το μάγουλο, η παρειά•

    целовать в -у φιλώ στο μάγουλο•

    ударить в -у μπατσίζω.

    2. (τεχ.) η πλευρά εξαρτήματος.
    εκφρ.
    за обещекаи уплетать ή уписывать – ρίχνομαι (με τα μούτρα) στο φαι, τρώγω λαίμαργα, σαν λιμασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > щека

  • 5 раздувать

    раздув||ать
    несов
    1. φυσώ, φουσκώνω:
    \раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·
    2. (надувать) φουσκώνω·
    3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:
    у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·
    4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:
    \раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·
    5. перен, (увеличивать, расширять):
    \раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·
    6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:
    ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες.

    Русско-новогреческий словарь > раздувать

  • 6 щека

    щек||а
    ж τό μάγουλο, ἡ παρειά· ◊ уписывать за обе \щекай разг καταβροχθίζω, τρώγω μέ δρεξη.

    Русско-новогреческий словарь > щека

  • 7 щека

    [στσικά] ουσ. θ. μάγουλο

    Русско-греческий новый словарь > щека

  • 8 щека

    [στσικά] ουσ θ μάγουλο

    Русско-эллинский словарь > щека

  • 9 вздуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•
    2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
    3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•

    вздуть цены υψώνω τις τιμές.

    4. φυσώ ν’ ανάψει•

    -огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.

    1. φουσκώνω, διογκούμαι•

    на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•

    река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.

    2. πρήζομαι•

    щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.

    3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.

    –ую, -уешь ρ.σ.μ.
    (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > вздуть

  • 10 ланита

    θ. παλ. παρειά, μάγουλο.

    Большой русско-греческий словарь > ланита

  • 11 начесать

    -ещу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. начёсанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαίνω, λαναρίζω.
    2. καλύπτω χτενίζοντας (μέτωπο, αυτιά κ.τ.τ.).
    3. (για δέρμα) γρατσουνίζω. || ξύνω•

    начесать до крови щёку ξύνω το μάγουλο ώσπου να ματώσει.

    ξαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > начесать

  • 12 приложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, βάζω•

    приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•

    приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•

    печать βάζω σφραγίδα.

    2. επισυνάπτω•

    приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.

    || επιπροσθέτω, επαυξάνω.
    3. καταβάλλω•

    приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.

    || εφαρμόζω•

    приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.

    1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•

    он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.

    2. φιλώ, ασπάζομαι•

    она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•

    приложить к руке φιλώ το χέρι.

    3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).
    4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.
    εκφρ.
    остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν.

    Большой русско-греческий словарь > приложить

  • 13 пробежать

    ρ.σ.
    1. τρέχω, • περνώ, διαβαίνω. || διανύω, διατρέχω.
    2. διαδίδομαι, απλώνομαι. || ρέω•

    слезинка -ла по щеке ένα δακράκι έτρεξε στο μάγουλο.

    3. μτφ. επαναφέρω νοερά.
    4. μτφ. διαβάζω στα γρήγορα, στα πεταχτά.
    1. τρέχω λίγο• περνώ, διαβαίνω γρήγορα.
    2. διατρέχω, διανύω γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > пробежать

  • 14 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

  • 15 скула

    -ы, πλθ. скулы θ.
    1. το μήλο του μάγουλου• το ζυγοματικό οστό.
    2. παρειά (μάγουλο, μάσκα) σκάφους.

    Большой русско-греческий словарь > скула

См. также в других словарях:

  • μάγουλο — το (λ. λατ.) 1. η παρειά του προσώπου: Με φίλησε στο μάγουλο. 2. οι καμπύλες γραμμές στα πλάγια της πλώρης του πλοίου: Ένα δελφίνι πλησίασε στα μάγουλα του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάγουλο — το (Μ μάγουλον) καθένα από τα δύο πλάγια μέρη τού προσώπου, η παρειά νεοελλ. 1. μτφ. καθένα από τα δύο καμπυλωτά μέρη που βρίσκονται στα πλάγια τής πλώρης τού πλοίου 2. μτφ. το πλευρικό τοίχωμα κάθε αντικειμένου μσν. η κάτω σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… …   Dictionary of Greek

  • βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] …   Dictionary of Greek

  • μαγούλα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 3.728 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πεδιάδα της Ελευσίνας, 24 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Αποτελεί έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μαγούλιοι — Μαγούλιοι, οἱ (Μ) Μογγόλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γουλάμιος (< αραβ. ghulam), με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ή < Μογγόλοι με παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ουσ. μάγουλο] …   Dictionary of Greek

  • αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… …   Dictionary of Greek

  • βουκία — βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ) η μπουκιά αρχ. είδος αρτοειδούς γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»